-
1 συλλογη
ἥ тж. pl.1) собирание, сбор(φρυγάνων Thuc.; τῶν καρπῶν Arst.)
ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματος Aesch. — в пору появления бороды, т.е. в пору ранней возмужалости2) наплыв, стечение, нашествие (sc. Ἀθηναίων καὴ Ἰώνων Her.)3) собрание, сходкаσυλλογέν ποιεῖν Lys. — созвать собрание
4) скопление(αἵματος Arst.)
5) набор, вербовка6) сводка, сжатое перечисление (sc. ὕβρεων Dem.)7) сбор налогов Isae. -
2 συλλογή
η1) сбор; собирание; уборка (урожая); 2) собрание; коллекция;συλλογή έργων — собрёние сочинений;
συλλογή πινάκων — коллекция картин;
3) сборник;4) комплект, набор;εργαλείων — набор инструментов;5) ассортимент;6) раздумье, размышление;πέφτω ( — или μπαίνω) σε συλλογή — задуматься, впасть в раздумье
-
3 συλλογή
[силлоги] ουσ. Θ. собрание, коллекция. относящийся к обществу, ассоциации.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > συλλογή
-
4 συλλογή
[силлоги] ουσ θ собрание, коллекция. относящийся к обществу, ассоциации. -
5 βοτανικός
η, ό[ν] 1. ботанический, относящийся к ботанике;κήπος — ботанический сад;βοτανική συλλογή — гербарий;
2. (ο) см. βοτανολόγος -
6 ελλιπής
-
7 νομισματικός
η, ό[ν]1) нумизматический;νομισματική συλλογή — нумизматическая коллекция;
2) монетный; денежный; валютный;νομισματική μεταρρύθμιση — денежная реформа;
διεθνές νομισματικό ταμείο — международный валютный фонд
-
8 πλήρης
ης, ήρες1) прям., перен. полный, наполненный; ποτήριον πλήρες οίνου стакан полный вина; δωμάτιον πλήρες καπνού комната полная дыму;καρδιά πλήρης ευγνωμοσύνης — сердце полное признательности;
λόγοι πλήρεις είλικρινείας (έρωτος, μίσους) — слова полные искренности (любви, ненависти);
2) полный, целый, весь;πλήρης συλλογή — полный комплект;
πλήρης κατάστασις — полный список;
άδεια μετά πλήρων αποδοχών — отпуск с полным содержанием;
3) полный, абсолютный; совершённый;πλήρης αλήθεια — совершенная правда;
πλήρης επιτυχία — полный успех;
πλήρης υγείας — совсем здоровый;
πλήρης θάρρους — очень смелый;
πλήρες ναυάγιον των διαπραγματεύσεων полный провал переговоров;παρέχω πλήρες το δικαίωμα ενεργείας εις τίνα предоставлять полную свободу действий кому-л.;σε πλήρη ( — или εν πλήρει) ασφάλεια — в полной безопасности;
§ πλήρης σφυγμός — пульс хорошего наполнения;
πλήρης ημερων (ετών) — в преклонном возрасте;
εν πλήρει ημέρα — среди бела дня;
εν πλήρει νυκτί — глубокой ночью;
εν πλήρει μεσημβρία — в самый полдень;
εν πλήρει συνεδριάσει — в разгар собрания
-
9 πρόβλημα
-
10 συλλογισμός
ο1) филос, силлогизм;είναι όλο συλλογισμούς ирон. — он начинён одними умными мыслями;
2) рассуждение;ορθός συλλογισμός — правильное рассуждение;
τό ρίχνω σε συλλογισμούς — пуститься в рассуждения;
3) см. συλλογή 4 -
11 συλλοή
η см. συλλογή
См. также в других словарях:
συλλογή — gathering fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συλλογή — Η συνηθέστερη σημασία της λέξης είναι η συγκέντρωση αντικείμενων με κάποια αξία, σπάνιων ή περίεργων, ταξινομημένων σύμφωνα με τα κριτήρια ή το σκοπό εκείνου που τα μαζεύει (συλλέκτη) και τα οποία αποτελούν συχνά αντικείμενο ανταλλαγών ή και… … Dictionary of Greek
συλλογή — η 1. συνάθροιση, μάζωμα: Συλλογή καρπών. 2. σύνολο πραγμάτων που έχουν συλλεχτεί: Κατάρτισε μια πλούσια συλλογή αρχαίων νομισμάτων. 3. επίμονη σκέψη, το να βυθίζεται κάποιος σε σκέψεις: Τον τρώει η συλλογή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συλλογῇ — συλλογῆι , συλλογεύς collector masc dat sg (epic ionic) συλλογή gathering fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανθολογία — Συλλογή κειμένων που αποβλέπει να κάνει γνωστά ποιήματα ή αποσπάσματα πεζογραφημάτων, τα οποία επιλέγονται μέσα από το έργο συγγραφέων αναγνωρισμένης αξίας. Ο όρος αυτός χρησιμοποιείται συνήθως στη λογοτεχνία, μπορεί όμως να σημαίνει και μουσικές … Dictionary of Greek
ανάκριση — Συλλογή των αναγκαίων αποδεικτικών στοιχείων, με σκοπό να βεβαιωθεί αν έγινε ένα έγκλημα και να αποφασιστεί αν ένα άτομο πρέπει να προσαχθεί σε δίκη. Στην όλη διάπλαση του θεσμού της α. συναντάται από το ένα μέρος η φροντίδα αποτελεσματικής… … Dictionary of Greek
ερμπάριο — Συλλογή αποξηραμένων φυτών που διατηρούνται πάνω σε φύλλα χαρτιού. Αν και ετυμολογικά ο όρος προέρχεται από τη λατινική λέξη herba (= πόα, χλόη), στα ε. υπάρχουν και ξυλώδη φυτά. Επάνω στα φύλλα χαρτιού στερεώνονται μικροί βλαστοί, φύλλα, άνθη… … Dictionary of Greek
Αγία Γραφή — Συλλογή βιβλίων ιερώνγια τους εβραίους και τους χριστιανούς. Είναι γνωστά και ως Άγιαι Γραφαί, Γραφαί, Γραφή, Ιερά Γράμματα και Βίβλος (το τελευταίο αυτό οφείλεται σε μεταγλώττιση των αντίστοιχων ευρωπαϊκών όρων, οι oποίοι πάλι είναι μεταφορά της … Dictionary of Greek
Χίλιες και μία νύχτες — Συλλογή παραμυθιών σε αραβική γλώσσα –γνωστή στην Ελλάδα περισσότερο ως Χαλιμά– της οποίας ο πρώτος πυρήνας ήταν γνωστός από τον 9o αι.: μια σειρά διηγημάτων ινδικής καταγωγής πέρασε στον πολιτισμό της εποχής των Αββασιδών και την εποχή εκείνη… … Dictionary of Greek
απόστημα — Συλλογή πύου μέσα σε μια φυσική κοιλότητα που δεν προϋπήρχε ή σε συμπαγείς ιστούς, που ακολουθείται από φλεγμονώδη φαινόμενα και εκδηλώνεται με πόνο, εξοίδηση (πρήξιμο) και τάση των ιστών. Τα α. διακρίνονται σε οξέα ή θερμά και σε χρόνια ή ψυχρά … Dictionary of Greek
Κανών Αλεξανδρινός — Συλλογή Ελλήνων συγγραφέων και ποιητών που πραγματοποιήθηκε τον 2ο αι. π.Χ. από τον Αριστοφάνη τον Βυζάντιο και τον Αρίσταρχο τον Γραμματικό. Αργότερα υπήρξαν και άλλοι κανόνες, συντεταγμένοι από διαφόρους. Στην πρώτη συλλογή είχαν περιληφθεί… … Dictionary of Greek